strict

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός strict
συγκριτικός stricter
υπερθετικός strictest

Επίθετο

[επεξεργασία]

strict (en)

  • αυστηρός
    ⮡  My parents are very strict.
    Οι γονείς μου είναι πολύ αυστηροί.



Επίθετο

[επεξεργασία]

strict (fr)