strangely
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]strangely (en)
- παράξενα, παραδόξως
- ⮡ He looked at me strangely.
- Με κοίταξε παράξενα.
- ⮡ Strangely (enough), my hunger is quite reduced.
- Παραδόξως η πείνα μου είναι αρκετά μειωμένη.
- ≈ συνώνυμα: curiously, oddly, surprisingly και unusually
- ⮡ He looked at me strangely.