stopping
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
stopping | stoppings |
stopping (en)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]stopping (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του stop