still
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]still (en)
- ακίνητος
- μη ανθρακούχος, μη ανθρακούχο ποτό
Επίρρημα
[επεξεργασία]still (en)
- ήρεμα, ακίνητα
- πιο, περισσότερο
- ωστόσο, εντούτοις
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη nevertheless
Σύνδεσμος
[επεξεργασία]still (en)