station
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
station | stations |
station (en)
- ο σταθμός
- ↪ a railway station - σιδηροδρομικός σταθμός
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | station |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stations |
αόριστος | stationed |
παθητική μετοχή | stationed |
ενεργητική μετοχή | stationing |
station (en)
- τοποθετώ, στέλνω κάποιον, ειδικά από το στρατό, να δουλέψει σε ένα μέρος για ένα χρονικό διάστημα
- ↪ They stationed the officer in the unit.
- Τοποθέτησαν τον αξιωματικό στην μονάδα.
- ↪ They stationed the officer in the unit.
- (επίσημο) τοποθετώ, πάω κάπου και στέκομαι ή κάθομαι εκεί, ειδικά για να περιμένω κάτι· στέλνω κάποιον να το κάνει αυτό
- ↪ He stationed himself behind a tree.
- Τοποθετήθηκε πίσω από ένα δέντρο.
- ↪ They will station guards by the stairs.
- Θα τοποθετήσουν φρουρούς στη σκάλα.
- ↪ He stationed himself behind a tree.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
station | stations |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]station (fr) θηλυκό
Δανικά (da)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]station (da)
- ο σταθμός
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]station (nl) ουδέτερο
- ο σταθμός
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]station (sv)
- ο σταθμός
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'ask' (αγγλικά)
- Επίσημοι όροι (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Δανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (δανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (ολλανδικά)
- Ολλανδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ολλανδικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (σουηδικά)
- Σουηδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σουηδικά)