roman

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

roman (bs)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
roman romans

roman (fr) αρσενικό

  1. μυθιστόρημα
  2. δημώδης γενικός όρος των ρομανικών γλωσσών

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό roman romans
θηλυκό romane romanes

roman (fr)

  1. σχετικός με τις ρομανικές γλώσσες
  2. σχετικός με τους λαούς που κατακτήθηκαν από τη Ρώμη
  3. σχετικός με την τέχνη, ειδικότερα με την αρχιτεκτονική, του 11ου και 12ου αιώνα, στη δυτική Ευρώπη, που υπήρχε πριν την γοτθική

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

roman (sr)