rogue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
rogue rogues

Επίθετο

[επεξεργασία]

rogue (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ανήθικος και χωρίς αρχές (Αγγλικά (en))
  2. υπερόπτης και αλαζόνας

Παράγωγα

[επεξεργασία]