rezultat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rezultat (pl) αρσενικό

  1. το αποτέλεσμα
    Oficjalnym celem sankcji jest wymuszenie reform na Kubie, ale od dawna widać, że blokada wywołuje rezultat odwrotny - Ο επίσημος σκοπός των κυρώσεων είναι να εξαναγκάσει τις μεταρρυθμίσεις στην Κούβα, αλλά είναι ήδη φανερό από παλιά ότι το εμπάργκο επιφέρει το αντίθετο αποτέλεσμα