retiriĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
retiriĝi < re- + tiriĝi
ρήμα retiriĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας retiriĝas retiriĝanta retiriĝata
αόριστος retiriĝis retiriĝinta retiriĝita
μέλλοντας retiriĝos retiriĝonta retiriĝota
υποθετική retiriĝus - -
προστακτική retiriĝu - -

retiriĝi (eo)

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

retirigxi, retirighi, retirig'i