retire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | retire |
γ΄ ενικό ενεστώτα | retires |
αόριστος | retired |
παθητική μετοχή | retired |
ενεργητική μετοχή | retiring |
Ρήμα
[επεξεργασία]retire (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) παίρνω τη σύνταξη μου, συνταξιοδοτώ, φεύγω από τη δουλειά μου και σταματώ να εργάζομαι, ειδικά επειδή έχω φτάσει σε μια συγκεκριμένη ηλικία ή επειδή είμαι άρρωστος· λέω σε κάποιον ότι πρέπει να σταματήσει να κάνει τη δουλειά του
- ⮡ When I retire, I will get into painting.
- Όταν πάρω τη σύνταξή μου θ' ασχοληθώ με τη ζωγραφική.
- ⮡ The employee retires with a pension after a certain number of years of service.
- Ο υπάλληλος συνταξιοδοτείται ύστερα από ορισμένα χρόνια υπηρεσίας.
- ⮡ Our director is retiring next year.
- Ο διευθυντής μας φεύγει του χρόνου.
- ⮡ When I retire, I will get into painting.