responsibility
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
responsibility | responsibilities |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]responsibility (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ευθύνη, η υποχρέωση κάποιου να ανταποκριθεί σε ορισμένη εντολή, υπόσχεση, καθήκον κτλ. και να λογοδοτήσει για τις σχετικές ενέργειες
- ⮡ I have a job with many/minimal responsibilities.
- Έχω μια εργασία με πολλές/ελάχιστες ευθύνες.
- ⮡ Independently of the team, everyone has to take personal responsibility.
- Ανεξάρτητα από την ομάδα, ο καθένας πρέπει να αναλάβει την προσωπική του ευθύνη.
- ⮡ I have a job with many/minimal responsibilities.
- (μη μετρήσιμο) η ευθύνη, η υπαιτιότητα