renegado

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

renegado (es)

  • ο εξωμότης (που αρνείται τη θρησκεία του και στρέφεται εναντίον της)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]