ravage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ravage (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ravage (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ravage | ravages |
ravage (fr) αρσενικό
- η καταστροφή
- η λεηλασία
- o χαλασμός
- o όλεθρος