protest

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
ΔΦΑ : /ˈprəʊ.test/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈproʊ.test/ (ΗΠΑ)
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: pro‐test
Ρήμα
ΔΦΑ : /prəˈtest/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /proʊˈtest/ (ΗΠΑ)
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: pro‐test

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
protest protests

protest (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η διαμαρτυρία
    ⮡  The people in the city organised a protest against air pollution.
    Οι άνθρωποι, στην πόλη, διοργάνωσαν μια διαμαρτυρία κατά τη ρύπανση της ατμόσφαιρας.
    ⮡  The students decided to occupy their school in protest.
    Οι φοιτητές αποφάσισαν κατοχή της σχολής τους σε ένδειξη διαμαρτυρίας.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
ενεστώτας protest
γ΄ ενικό ενεστώτα protests
αόριστος protested
παθητική μετοχή protested
ενεργητική μετοχή protesting

protest (en)

  1. το να διαμαρτύρομαι
    ⮡  Women all over the world protest against inequality every year on 8 March.
    Γυναίκες, σε όλον τον κόσμο, διαμαρτύρονται κατά της ανισότητας κάθε χρόνο στις 8 Μαρτίου.
  2. (παρωχημένο, μεταβατικό) το να δημοσιεύσω κάτι