promptly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | promptly |
συγκριτικός | more promptly |
υπερθετικός | most promptly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]promptly (en)
- γρήγορα, με προθυμία, χωρίς καθυστέρηση
- ακριβώς τη σωστή ώρα ή την ώρα που αναφέρεται
- ⮡ promptly at 5 p.m. - στις 5 μ.μ. ακριβώς
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη punctually
- (χρησιμοποιείται πάντα πριν από το ρήμα) αμέσως
- ⮡ I promptly answer.
- Απαντώ αμέσως.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη immediately
- ⮡ I promptly answer.
Πηγές
[επεξεργασία]- promptly - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 38, 200. ISBN 9780194325684., λήμμα: αμέσως, γρήγορα