prepared
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | prepared |
συγκριτικός | more prepared |
υπερθετικός | most prepared |
prepared (en)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ready
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]prepared (en)