predicate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]predicate (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]predicate (en)
Προφορά: /ˈprɛdɪkeɪt/
- βεβαιώνω, δηλώνω κατηγορηματικά
- θεμελιώνω ιδέα/θεωρία, βασίζω την σκέψη/δράση/λογική μου πάνω σε (κάτι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- predicate στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ «Τεχνικές λογικού προγραμματισμού», σελ. 310, από repository.kallipos.gr. Πρόσβαση:2019-11-18