predicate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈprɛdɪkət/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

predicate (en)

  1. (γραμματική) το κατηγόρημα
  2. (λογική, πληροφορική) κατηγόρημα[1]
Στην εντολή UPDATE της SQL το κατηγόρημα (predicate) "name = 'USA'" μπορεί να είναι «αληθές» ή «ψευδές». Παρεμπιπτόντως, το "population = population + 1" δεν είναι κατηγόρημα αλλά εντολή ανάθεσης (assignment), που εκτελείται όταν το κατηγόρημα είναι «αληθές»

predicate (en)

Προφορά: /ˈprɛdɪkeɪt/

  1. βεβαιώνω, δηλώνω κατηγορηματικά
  2. θεμελιώνω ιδέα/θεωρία, βασίζω την σκέψη/δράση/λογική μου πάνω σε (κάτι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • predicate στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. «Τεχνικές λογικού προγραμματισμού», σελ. 310, από repository.kallipos.gr. Πρόσβαση:2019-11-18