praeceptor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]praeceptor αρσενικό
- αυτός που προλαμβάνει
- διδάσκαλος
- καθηγητής
- εκπαιδευτικός
praeceptor αρσενικό