pons
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pons (la) αρσενικό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pons | pontēs |
γενική | pontis | pontum |
δοτική | pontī | pontibus |
αιτιατική | pontem | pontēs |
κλητική | pons | pontēs |
αφαιρετική | ponte | pontibus |
Πηγές
[επεξεργασία]- pons - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.