pole

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Pole, pôle

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pole poles

pole (en)

  • το κοντάρι, ο πάσσαλος, ο στύλος, η κολόνα
    ⮡  Pole vaulting now uses plastic poles.
    Στο άλμα επί κοντώ χρησιμοποιούνται τώρα πλαστικά κοντάρια.
    ⮡  I supported the plants with poles.
    Στήριξα τα φυτά με πασσάλους.
    ⮡  a tent/telephone pole - στύλος τέντας/τηλεφώνου
    ⮡  lamp poles - κολόνες φώτων

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pole poles

pole (en)

  1. (γεωγραφία) ο πόλος
    ⮡  the North/South Pole - ο βόρειος/νότιος Πόλος
  2. (φυσική) ο πόλος
    ⮡  magnetic poles - μαγνητικοί πόλοι
    ⮡  positive/negative pole - θετικός/αρνητικός πόλος



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpɔlɛ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pole (pl) ουδέτερο

  1. χωράφι
  2. πεδίο
  3. περιοχή
  4. εμβαδόν

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pole (sk) ουδέτερο



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pole (cs) ουδέτερο