pole
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pole | poles |
pole (en)
- το κοντάρι, ο πάσσαλος, ο στύλος, η κολόνα
- ⮡ Pole vaulting now uses plastic poles.
- Στο άλμα επί κοντώ χρησιμοποιούνται τώρα πλαστικά κοντάρια.
- ⮡ I supported the plants with poles.
- Στήριξα τα φυτά με πασσάλους.
- ⮡ a tent/telephone pole - στύλος τέντας/τηλεφώνου
- ⮡ lamp poles - κολόνες φώτων
- ⮡ Pole vaulting now uses plastic poles.
Σύνθετα
[επεξεργασία]Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pole | poles |
pole (en)
- (γεωγραφία) ο πόλος
- ⮡ the North/South Pole - ο βόρειος/νότιος Πόλος
- (φυσική) ο πόλος
- ⮡ magnetic poles - μαγνητικοί πόλοι
- ⮡ positive/negative pole - θετικός/αρνητικός πόλος
Πηγές
[επεξεργασία]- pole - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 671, 721, 828. ISBN 9780194325684., λήμμα: πάσσαλος, πόλος, στύλος
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pole (pl) ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Σλοβακικά (sk)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pole (sk) ουδέτερο
Τσεχικά (cs)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pole (cs) ουδέτερο
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Γεωγραφία (αγγλικά)
- Φυσική (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (πολωνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Σλοβακική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σλοβακικά)
- Φυσική (σλοβακικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (τσεχικά)
- Τσεχική γλώσσα
- Ουσιαστικά (τσεχικά)
- Φυσική (τσεχικά)