pluck up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | pluck up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | plucks |
αόριστος | plucked |
παθητική μετοχή | plucked |
ενεργητική μετοχή | plucking |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]pluck up (en)