placé

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό placé placés
θηλυκό placée placées

placé (fr)

  1. τοποθετημένος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
placé placés

placé (fr) αρσενικό

  1. πλασέ