plano
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plano | planoj |
αιτιατική | planon | planojn |
plano (eo)
- το σχέδιο
- ĉu vi scias lian vojaĝplanon?, ξέρεις το σχέδιο ταξιδιού του;