pirum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pirum (la) ουδέτερο
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pirum | pira |
γενική | pirī | pirōrum |
δοτική | pirō | pirīs |
αιτιατική | pirum | pira |
κλητική | pirum | pira |
αφαιρετική | pirō | pirīs |