pierre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Pierre, pierré
      ενικός         πληθυντικός  
pierre pierres

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pierre < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pjɛʁ/
 
ομόηχο: Pierre

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pierre (fr) θηλυκό