pewność
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]pewność < pewien
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpɛv.nɔɕʨ̑/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pewność (pl) θηλυκό
pewność < pewien
pewność (pl) θηλυκό