peint

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

peint (fr)

  • τρίτο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής