pardon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pardon pardons

pardon (en)

  1. η συγχώρεση, η συγγνώμη
  2. η αμνηστίαχάρη)
ενεστώτας pardon
γ΄ ενικό ενεστώτα pardons
αόριστος pardoned
παθητική μετοχή pardoned
ενεργητική μετοχή pardoning

pardon (en)

  1. συγχωρώ
    ⮡  I can pardon one or two spelling mistakes.
    Ένα δύο ορθογραφικά λάθη μπορώ να τα συγχωρήσω.
     συνώνυμα: forgive
  2. αμνηστεύω



Επιφώνημα

[επεξεργασία]

pardon (fr)