passenger
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
passenger | passengers |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]passenger (en)
- ο επιβάτης, η επιβάτισσα
- ⮡ They checked the passengers’ luggage.
- Έλεγξαν τις αποσκευές επιβατών.
- ⮡ They checked the passengers’ luggage.