passage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
passage passages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

passage (en)

  1. (και passageway) ο διάδρομος
    ⮡  Don’t leave your bike in the passage.
    Μην αφήσεις το ποδήλατο σου στο διάδρομο.
     συνώνυμα: corridor
  2. το χωρίο
    ⮡  It is a passage of ancient text which allows for many interpretations.
    Είναι ένα χωρίο αρχαίου κειμένου που επιδέχεται πολλές ερμηνείες.
     συνώνυμα: excerpt
  3. (ενικός, λογοτεχνικό) το πέρασμα του χρόνου
    ⮡  the passage of time - το πέρασμα του χρόνου



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
passage passages

passage (fr) αρσενικό