passage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
passage | passages |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]passage (en)
- (και passageway) ο διάδρομος
- το χωρίο
- (ενικός, λογοτεχνικό) το πέρασμα του χρόνου
- ⮡ the passage of time - το πέρασμα του χρόνου
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
passage | passages |
passage (fr) αρσενικό