pamper
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | pamper |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pampers |
αόριστος | pampered |
παθητική μετοχή | pampered |
ενεργητική μετοχή | pampering |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pamper < (κληρονομημένο) μέση αγγλική pamperen
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpæm.pə(ɹ)/ (ΗΒ)
Ρήμα
[επεξεργασία]pamper (en)
- παραχαϊδεύω, νταντεύω, φροντίζω κάποιον πολύ καλά και τον κάνω να νιώθει όσο πιο άνετα γίνεται, μερικές φορές υπερβολικά
Πηγές
[επεξεργασία]- pamper - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 592. ISBN 9780194325684., λήμμα: νταντεύω