pulcher
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pulcher < ίσως από αρχαία ελληνική πολύχρους ή πολύχαρις
Επίθετο
[επεξεργασία]pulcher (la), pulchra, pulchrum
Κλίση
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | pulcher | pulchra | pulchrum | pulchrī | pulchrae | pulchra |
γενική | pulchrī | pulchrae | pulchrī | pulchrōrum | pulchrārum | pulchrōrum |
δοτική | pulchrō | pulchrae | pulchrō | pulchrīs | pulchrīs | pulchrīs |
αιτιατική | pulchrum | pulchram | pulchrum | pulchrōs | pulchrās | pulchra |
κλητική | pulcher | pulchra | pulchrum | pulchrī | pulchrae | pulchra |
αφαιρετική | pulchrō | pulchrā | pulchrō | pulchrīs | pulchrīs | pulchrīs |