lombard

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lombard (fr) αρσενικό

  1. λομβαρδικά

Επίθετο

[επεξεργασία]

lombard (fr)

  1. λομβαρδικός, που ανήκει ή αναφέρεται στη Λομβαρδία



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈlɔ̃mbart/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lombard (pl) αρσενικό

  1. το ενεχυροδανειστήριο