ligilo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ligilo | ligiloj |
αιτιατική | ligilon | ligilojn |
ligilo (eo)
- (πληροφορική) ο σύνδεσμος, το « λινκ »
- klaku sur la ligilo - πάτησε (κάνε κλικ) πάνω στον σύνδεσμο