legal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | legal |
συγκριτικός | more legal |
υπερθετικός | most legal |
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]legal (en)
- νόμιμος, ένδικος, θεμιτός, δικαστικός
- ⮡ Is it legal for anyone to sell drugs?
- Είναι νόμιμο να πουλάει κανείς ναρκωτικά;
- ⮡ Every legal means was used for his defense.
- Για την υπεράσπισή του χρησιμοποιήθηκε κάθε ένδικο μέσο.
- ⮡ After lengthy legal battles, he recovered his assets.
- Ύστερα από μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες ανέκτησε την περιουσία του.
- ⮡ Is it legal for anyone to sell drugs?