lami

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
lami < γερμανικά lahmen

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈla.mi/
ρήμα lami
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας lamas lamanta lamata
αόριστος lamis laminta lamita
μέλλοντας lamos lamonta lamota
υποθετική lamus - -
προστακτική lamu - -

lami (eo)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

lami (io)