lust

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: last, Lust

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lust (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]