luscious
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | luscious |
συγκριτικός | more luscious |
υπερθετικός | most luscious |
Επίθετο
[επεξεργασία]luscious (en)
- χυμώδης, εύγευστος, γλυκύτατος, για τρόφιμα
- ⮡ luscious peaches - χυμώδη ροδάκινα
- πλούσιος, αισθησιακός, θελκτικός, σεξουαλικά ελκυστικός
- ⮡ The dress revealed her luscious curves.
- Το φόρεμα αποκάλυπτε τις πλούσιες καμπύλες της.
- ⮡ luscious lips - αισθησιακά χείλη
- ⮡ The dress revealed her luscious curves.