komunikado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | komunikado | komunikadoj |
αιτιατική | komunikadon | komunikadojn |
komunikado (eo)
- necesas efika komunikado - χρειάζεται αποτελεσματική επικοινωνία