knit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
knit | knits |
knit (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | knit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | knits |
αόριστος | knitted, knit |
παθητική μετοχή | knitted, knit |
ενεργητική μετοχή | knitting |
knit (en)