kerk

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kerk (nl) θηλυκό

  1. (χριστιανισμός) η εκκλησία ως ναός
    Ik ga elke zondag naar de kerk.
    Πηγαίνω στην εκκλησία κάθε Κυριακή.
  2. (χριστιανισμός) η εκκλησία ως οργάνωση
    Katholieke kerk, orthodoxe kerk
    καθολική εκκλησία, ορθόδοξη εκκλησία