joignant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- joignant < joindre
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | joignant | joignants |
θηλυκό | joignante | joignantes |
joignant (fr)
- που είναι σε επαφή με κάτι άλλο