invent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας invent
γ΄ ενικό ενεστώτα invents
αόριστος invented
παθητική μετοχή invented
ενεργητική μετοχή inventing

invent (en)

  1. εφευρίσκω, επινοώ, σκαρφίζομαι
    ⮡  Who invented the telephone?
    Ποιος εφεύρε το τηλέφωνο;
  2. εφευρίσκω ψέματα, σκαρφίζομαι, πλάθω δικαιολογίες, μηχανεύομαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]