invent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | invent |
γ΄ ενικό ενεστώτα | invents |
αόριστος | invented |
παθητική μετοχή | invented |
ενεργητική μετοχή | inventing |
Ρήμα
[επεξεργασία]invent (en)
- εφευρίσκω, επινοώ, σκαρφίζομαι
- ⮡ Who invented the telephone?
- Ποιος εφεύρε το τηλέφωνο;
- ⮡ Who invented the telephone?
- εφευρίσκω ψέματα, σκαρφίζομαι, πλάθω δικαιολογίες, μηχανεύομαι