interest
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- interest < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική interesse < λατινική interesse
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
interest | interests |
interest (en)
- (μη μετρήσιμο, μόνο στον ενικό) το ενδιαφέρον, το συναίσθημα που έχω όταν θέλω να μάθω περισσότερα για κάποιον ή κάτι
- ⮡ He shows an interest in politics/in this girl.
- Δείχνει ενδιαφέρον στα πολιτικά/γι' αυτή την κοπέλα.
- ⮡ She is showing a lot of interest in this case.
- Δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για την υπόθεση.
- ⮡ He is not showing me any interest.
- Αυτός δεν μου δείχνει κανένα ενδιαφέρον.
- ⮡ He shows an interest in politics/in this girl.
- (μη μετρήσιμο) το ενδιαφέρον, η ιδιότητα να συγκεντρώνει την προσοχή κάποιου
- ⮡ This issue is of particular interest to us.
- Tο ζήτημα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μας.
- ⮡ This story is of no interest.
- H ιστορία αυτή δεν έχει κανένα ενδιαφέρον.
- ⮡ This issue is of particular interest to us.
- (μετρήσιμο) το ενδιαφέρον, το χόμπι, μια δραστηριότητα ή ένα θέμα που μου αρέσει και που περνάω τον χρόνο μου κάνοντας ή μελετώντας
- ⮡ His two great interests in life are music and poetry.
- Τα δυο μεγάλα του ενδιαφέροντα στη ζωή είναι η μουσική και η ποίηση.
- ⮡ His two great interests in life are music and poetry.
- (μη μετρήσιμο, οικονομία) ο τόκος
- ⮡ simple/compound interest - απλός/σύνθετος τόκος
- ⮡ accrued interest - δεδουλευμένος τόκος
- ⮡ standard interest rate - συμβατικός τόκος
- ⮡ He borrowed at 20% interest.
- Δανείστηκε με τόκο 20%.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, συνήθως πληθυντικός) το συμφέρον, το όφελος, ένα καλό αποτέλεσμα ή ένα πλεονέκτημα για κάποιον ή κάτι
- ⮡ a conflict of interests - σύγκρουση συμφερόντων
- ⮡ in the interest of peace/truth/justice - προς το συμφέρον της ειρήνης/αλήθειας/δικαιοσύνης
- ⮡ He looks after his own interests.
- Κοιτάζει το συμφέρον του.
- ⮡ It’s in your interest to accept.
- Είναι (προς το) συμφέρον σου να δεχθείς.
- ⮡ He puts his partisan interests above national interests.
- Θέτει το κομματικό του συμφέρον πάνω από το εθνικό συμφέρον.
- ⮡ It is not in our interest.
- Δεν είναι προς όφελός μας.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη advantage
- (μετρήσιμο, συνήθως πληθυντικός) τα συμφέροντα, μια μερίδιο σε μια επιχείρηση ή εταιρεία και τα κέρδη της
- ⮡ He has interests in an oil company.
- Έχει συμφέροντα σε μια εταιρεία πετρελαίου.
- ⮡ a shipping company with Greek interests (=with Greek capital) - ναυτιλιακή εταιρεία ελληνικών συμφερόντων (=με ελληνικά κεφάλαια)
- ⮡ He has interests in an oil company.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το συμφέρον, μια σχέση με κάτι που επηρεάζει τη στάση μου απέναντί του, ειδικά επειδή μπορεί να ωφελήσω από αυτό με κάποιο τρόπο
- ⮡ He has a vested interest in my books.
- Έχει προσωπικό συμφέρον στα βιβλία μου.
- ⮡ He has a vested interest in my books.
- (μετρήσιμο, συνήθως πληθυντικός) τα συμφέροντα, μια ομάδα ανθρώπων που ασχολούνται με την ίδια επιχείρηση ή μοιράζονται τους ίδιους στόχους που θέλουν να προστατεύσουν
- ⮡ shipping/business interests - εφοπλιστικά/επιχειρηματικά συμφέροντα
- ⮡ The government is captive to powerful interests.
- Η κυβέρνηση είναι δέσμια των μεγάλων συμφερόντων.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | interest |
γ΄ ενικό ενεστώτα | interests |
αόριστος | interested |
παθητική μετοχή | interested |
ενεργητική μετοχή | interesting |
interest (en)
- ενδιαφέρω
- ⮡ Your story interests me.
- Η ιστορία σου με ενδιαφέρει.
- ⮡ Politics doesn’t interest me.
- Δεν με ενδιαφέρει η πολιτική.
- ⮡ Your story interests me.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- interest (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- interest (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 290, 638, 832, 840, 882. ISBN 9780194325684., λήμμα: ενδιαφέρον, ενδιαφέρω, όφελος, σύγκρουση, συμφέρον, τόκος
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]interest (la)
- γ' ενικό οριστικής ενεστώτα του ρήματος interesse: χρειάζεται, είναι απαραίτητο
- interest perseverare - χρειάζεται επιμονή (να επιμένει κανείς)