interest

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
interest < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική interesse < λατινική interesse

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
interest interests

interest (en)

  1. (μη μετρήσιμο, μόνο στον ενικό) το ενδιαφέρον, το συναίσθημα που έχω όταν θέλω να μάθω περισσότερα για κάποιον ή κάτι
    ⮡  He shows an interest in politics/in this girl.
    Δείχνει ενδιαφέρον στα πολιτικά/γι' αυτή την κοπέλα.
    ⮡  She is showing a lot of interest in this case.
    Δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για την υπόθεση.
    ⮡  He is not showing me any interest.
    Αυτός δεν μου δείχνει κανένα ενδιαφέρον.
  2. (μη μετρήσιμο) το ενδιαφέρον, η ιδιότητα να συγκεντρώνει την προσοχή κάποιου
    ⮡  This issue is of particular interest to us.
    Tο ζήτημα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μας.
    ⮡  This story is of no interest.
    H ιστορία αυτή δεν έχει κανένα ενδιαφέρον.
  3. (μετρήσιμο) το ενδιαφέρον, το χόμπι, μια δραστηριότητα ή ένα θέμα που μου αρέσει και που περνάω τον χρόνο μου κάνοντας ή μελετώντας
    ⮡  His two great interests in life are music and poetry.
    Τα δυο μεγάλα του ενδιαφέροντα στη ζωή είναι η μουσική και η ποίηση.
  4. (μη μετρήσιμο, οικονομία) ο τόκος
    ⮡  simple/compound interest - απλός/σύνθετος τόκος
    ⮡  accrued interest - δεδουλευμένος τόκος
    ⮡  standard interest rate - συμβατικός τόκος
    ⮡  He borrowed at 20% interest.
    Δανείστηκε με τόκο 20%.
  5. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, συνήθως πληθυντικός) το συμφέρον, το όφελος, ένα καλό αποτέλεσμα ή ένα πλεονέκτημα για κάποιον ή κάτι
    ⮡  a conflict of interests - σύγκρουση συμφερόντων
    ⮡  in the interest of peace/truth/justice - προς το συμφέρον της ειρήνης/αλήθειας/δικαιοσύνης
    ⮡  He looks after his own interests.
    Κοιτάζει το συμφέρον του.
    ⮡  It’s in your interest to accept.
    Είναι (προς το) συμφέρον σου να δεχθείς.
    ⮡  He puts his partisan interests above national interests.
    Θέτει το κομματικό του συμφέρον πάνω από το εθνικό συμφέρον.
    ⮡  It is not in our interest.
    Δεν είναι προς όφελός μας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη advantage
  6. (μετρήσιμο, συνήθως πληθυντικός) τα συμφέροντα, μια μερίδιο σε μια επιχείρηση ή εταιρεία και τα κέρδη της
    ⮡  He has interests in an oil company.
    Έχει συμφέροντα σε μια εταιρεία πετρελαίου.
    ⮡  a shipping company with Greek interests (=with Greek capital) - ναυτιλιακή εταιρεία ελληνικών συμφερόντων (=με ελληνικά κεφάλαια)
  7. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το συμφέρον, μια σχέση με κάτι που επηρεάζει τη στάση μου απέναντί ​​του, ειδικά επειδή μπορεί να ωφελήσω από αυτό με κάποιο τρόπο
    ⮡  He has a vested interest in my books.
    Έχει προσωπικό συμφέρον στα βιβλία μου.
  8. (μετρήσιμο, συνήθως πληθυντικός) τα συμφέροντα, μια ομάδα ανθρώπων που ασχολούνται με την ίδια επιχείρηση ή μοιράζονται τους ίδιους στόχους που θέλουν να προστατεύσουν
    ⮡  shipping/business interests - εφοπλιστικά/επιχειρηματικά συμφέροντα
    ⮡  The government is captive to powerful interests.
    Η κυβέρνηση είναι δέσμια των μεγάλων συμφερόντων.
ενεστώτας interest
γ΄ ενικό ενεστώτα interests
αόριστος interested
παθητική μετοχή interested
ενεργητική μετοχή interesting

interest (en)

  • ενδιαφέρω
    ⮡  Your story interests me.
    Η ιστορία σου με ενδιαφέρει.
    ⮡  Politics doesn’t interest me.
    Δεν με ενδιαφέρει η πολιτική.

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

interest (la)