in the mood

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
in the mood < → δείτε τις λέξεις in, the και mood

Έκφραση

[επεξεργασία]

in the mood (en)

  • (ιδιωματισμός) έχω διάθεση, έχω όρεξη
    I am in the mood for swimming.
    Έχω διάθεση για μπάνιο.
    I am not in the mood to see anyone.
    Δεν είμαι σε διάθεση να δω κανέναν.
    I am not in the mood to go to work today.
    Δεν έχω όρεξη να πάω στη δουλειά σήμερα.