in the mood
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]in the mood (en)
- (ιδιωματισμός) έχω διάθεση, έχω όρεξη
- ↪ I am in the mood for swimming.
- Έχω διάθεση για μπάνιο.
- ↪ I am not in the mood to see anyone.
- Δεν είμαι σε διάθεση να δω κανέναν.
- ↪ I am not in the mood to go to work today.
- Δεν έχω όρεξη να πάω στη δουλειά σήμερα.
- ↪ I am in the mood for swimming.
Πηγές
[επεξεργασία]- mood - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 218-219. ISBN 9780194325684., λήμμα: διάθεση