imprimerie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
imprimerie imprimeries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

imprimerie (fr) θηλυκό

  1. η τυπογραφία
  2. το τυπογραφείο

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη imprimer