imperial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]imperial (en)
- αυτοκρατορικός
- σχετικός με τα βρετανικά μέτρα και σταθμά
- ⮡ imperial units
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
imperial | imperiales |
Επίθετο
[επεξεργασία]imperial (es)
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
imperial | imperiais |
Επίθετο
[επεξεργασία]imperial (pt)