hack
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]hack (en)
- (πληροφορική) εισβάλλω σε άλλο σύστημα, χακάρω
- πετσοκόβω, κατακρεουργώ, τεμαχίζω
- κάνω κολπάκι που αποτελεί αντισυμβατική λύση, δεν τηρώ προδιαγραφές, βολεύομαι με προχειρότητα της στιγμής
- βήχω δυνατά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hack (en) ουδέτερο
- (πληροφορική) η διαδικασία της εισβολής σε άλλο σύστημα
- άλογο βόλτας, όχι κορυφαίο, για χαλαρή ιππασία