human
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- human < μέση αγγλική humayne, humain < μέση γαλλική humain < λατινική hūmānus
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]human (en)
ενικός | πληθυντικός |
human | humans |
Επίθετο
[επεξεργασία]human (en)