gros
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | gros | gros |
θηλυκό | grosse | grosses |
gros (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | gros | gros |
θηλυκό | grosse | grosses |
gros (fr)